- ἀγχοτάτω
- ἀγχοτάτωnearestindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγχοτάτω — ἀγχοτάτω (Α) επίρρ. (υπερθ. τού ἀγχοῡ *) 1. πάρα πολύ κοντά, πλησιέστατα 2. ομοιότατα 3. φρ. «οἱ ἀγχοτάτω προσήκοντες», οι πλησιέστατοι συγγενείς … Dictionary of Greek